|
η (спец.) снеголом #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово снеголом? — χιονορραγία как с (ново)греческого переводится слово χιονορραγία? — снеголом — ηχείον — επιστολοζύγιο — αποτροπή — νεογιλός — ακοομέτρηση — αποπαστρεύω — αποικοδομώ — αισθηματολόγημα — αυτοαναφλεγόμενος — άποικος — φτωχοκαλύβα — ορνιθώνας — αξιόπιστο — θεοκαπηλεία — ταβλιστής — αντικομμουνισμός — προσδένομαι — σκούφος — ανεμβολίοστος — ξινά — βληταγωγός |
|||