|
(-οδός) ο косолапый #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово косолапый? — βλαισόπους как с (ново)греческого переводится слово βλαισόπους? — косолапый — ρεκλαμαδόρος — διερμηνεία — αγνοώ — οπωρολαχανικά — ανανέωση — αυτοσύστατος — μπόγιας — ανησυχητικός — φυλάσσομαι — κάρπισμα — εγώ — ημερώνω — τράμπα — επιφορτισμένος — απόνετος — σουηδικά — ανάμεσος — εξεταστέους — μηνιαίο — πάθηση — υαλοφανής |
|||