|
αόρ. от επέρχομαι #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово επήλθα? — — οκτάχρονος — κρετσέντο — βαλσάρω — πόλεμος — ανερμάτιστος — πλακοστρώνω — στατέρα — παροδικότητα — γεννημένος — καυσαέριο — κτηματόγραφο — μυρίκη — γυφτοφάσουλο — ανεξόπλιστος — αγγελομαχώ — διφασικός — καυδιανά — δεκτικός — δειγματίζω — σουρντίζω — σταρήθρα |
|||