επήλθα

формы словаβ
επήλθα
αόρ. от επέρχομαι



#(ново)греческий словарь



как с (ново)греческого переводится слово επήλθα? —


οκτάχρονοςκρετσέντοβαλσάρωπόλεμοςανερμάτιστοςπλακοστρώνωστατέραπαροδικότηταγεννημένοςκαυσαέριοκτηματόγραφομυρίκηγυφτοφάσουλοανεξόπλιστοςαγγελομαχώδιφασικόςκαυδιανάδεκτικόςδειγματίζωσουρντίζωσταρήθρα




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit