|
το штаб; γενικό ~ — генеральный штаб; ~ πλοίου — офицерский состав корабля #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово штаб? — επιτελείο как с (ново)греческого переводится слово επιτελείο? — штаб — οσιότητα — οικοδομάω — αδίστακτος — ομφολοσκόπος — αγγρκρίζω — παραβαρύνω — εξακριβωτής — περιοδολόγηση — αναθαυμάζω — μεζάτι — νυχτιάτικα — συρματόπλεκτος — αυτοσυντήρηση — διπλέλικος — ανεύρυνση — ακτινενεργός — γουνάς — μακρυχέρης — ατμοσφαιρικά — χρησμοδότης — αναστορώ |
|||