|
легко, без труда #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово легко? — ανίδρωτα как на (ново)греческом будет слово без труда? — ανίδρωτα как с (ново)греческого переводится слово ανίδρωτα? — легко, без труда — επιρρωννύω — απορρίψιμος — κουρελιάρισσα — αιματοκαλλιέργεια — πανοπλία — υπερτιμώμαι — διισχυρισμός — ανεξάρτητος — αναστέλλουσα — λυτρώνω — μεταμορφωτικός — λογχόφυλλος — εξωνημένος — ασκάλευτος — παππούλης — χαύνος — ψεγάδι — δεματαριά — παρασόκακο — ορίζουσα — εκατοστό |
|||