|
биол. автотомия #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово автотомия? — αυτότμηση как с (ново)греческого переводится слово αυτότμηση? — автотомия — μίμηση — εντύλιγμα — αμφισβητητικός — δευτέρι — γαγάτης — βυσσοδομω — τσάμικο — φαγοκύττωση — ριζοφυία — τυφώδης — αριστεροχέρα — μελιτοεξαγωγεύς — ανθρωποκυνηγητό — τουμπελέκι — συννεφώδης — αναξηραντικός — αντιμένω — βαλσαμώνω — παγκοσμίως — μιλιά — εξάεδρος |
|||