|
мешочная игла #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово мешочная игла? — σακκοβελόνη как с (ново)греческого переводится слово σακκοβελόνη? — мешочная игла — μάντεμα — κεφαλαιουχικός — εφτάδυμος — πατατούκα — διαδηλώτρια — γινώσκω — αγιογδύτισσα — εφέτος — μετανοώ — νέφωση — ιχνογραφώ — αποσιωπητικά — αψίκορος — ανεπισήμαντος — χειλεοπλαστική — θεατρινίστικος — βένετος — κανοναρχώ — περιοριστικός — θαιρός — μονοθεϊσμός |
|||