|
ο охотник, (тж. перен.); зверолов #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово охотник? — θηρευτής как на (ново)греческом будет слово зверолов? — θηρευτής как с (ново)греческого переводится слово θηρευτής? — охотник, зверолов — συστηματοποιημένος — χολοκυστεκτομία — αναφυλλητό — ανυπολόγιστος — ασχημόπαπο — φρικασσέ — ερήμην — ανεξάνθιστος — επιβλαστάνω — διάτηξις — μουτζιά — γαλάκτωση — σοδομιτής — σκωρίαση — σφυριξιά — μαλλούσα — μωρία — παιδαγωγική — τλήμων — αποκλάδι — προαντικειμενικός |
|||