Новогреческий словарь
μετανάστις
μετανάστις
(-ιδος) η
переселенка; эмигрантка
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
переселенка
? —
μετανάστις
как на
(ново)греческом
будет слово
эмигрантка
? —
μετανάστις
как с
(ново)греческого
переводится слово
μετανάστις
? — переселенка, эмигрантка
#
(ново)греческий словарь
—
νεοφανής
—
άπιοτος
—
συμπυκνωμένος
—
ελατένιος
—
εκλόγιμος
—
θέλημα
—
σκολιότης
—
αισθητικός
—
φοιτήτρια
—
φιλόφρων
—
ανάγερμα
—
εγκατάλειψη
—
φαρμακολογία
—
αποικιοκρατία
—
μοιράζω
—
ζευγάρισμα
—
αμίμητος
—
συστολέας
—
γλωσσομιξία
—
πληθώρα
—
αποτριχώνω
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве