|
: πιθανολογειται... — [phrase]считается вероятным, возможным; думают(__,__) что возможно...[/phrase] #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово πιθανολογώ? — — ανθός — προσμονή — πολύτομος — αηδία — ομογενής — μποκάλι — ακτινοδέσμη — χτυπητήρι — διαμέρισμα — υδροφόρος — τρόμπα — προγραμματιστή — βρωμόξυλο — ναυλώνω — ξεστρώνω — εκτόρεοση — μπουγατσατζίδικο — προβόδισμα — εγκεφαλογράφημα — οικοδομική — αδίωκτος |
|||