|
предназначенный для вылупливания цыплят; ~ή μηχανή — инкубатор #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово предназначенный для вылупливания цыплят? — εκκολαπτικός как с (ново)греческого переводится слово εκκολαπτικός? — предназначенный для вылупливания цыплят — χαστουκιά — ωοκέλυφος — ανδριάς — ζυμομύκης — γλυκόνειρεύομαι — ρεζεντά — αποκοιμάω — ανθρακοπώλης — επιτελικός — κροτίς — πυρομετρία — μετεωροσκόπηση — αλληλοσπαράσσομαι — ανθρωποσωστικός — αναπνιάζω — σχόλη — αχίλλειος — καταγράφομαι — απραγιά — ανθολογία — λερώνει |
|||