Новогреческий словарь
επωασηκός
επωασηκός
высиживающий
;
~ή μηχανή — инкубатор
;
~ κλίβανος — инкубационная печь (для выведения микроорганизмов)
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
высиживающий
? —
επωασηκός
как с
(ново)греческого
переводится слово
επωασηκός
? — высиживающий
#
(ново)греческий словарь
—
σπογγαλιείας
—
εξαντλώ
—
ασκαντάλιστος
—
δεντρούλι
—
δυσκολοδούλευτος
—
αποτύπωση
—
υπερνικώ
—
ψιλογράφος
—
διάνοια
—
θόλωμα
—
βωλοστροφω
—
μικροβιοθεραπευτική
—
κλινοθεραπεία
—
ειδέχθεια
—
αγάπισμα
—
πεντακάθαρος
—
αιθερόδρομα
—
υπερθετικός
—
σουλατσαδόρος
—
αγουρίδα
—
δαγκωτός
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве