Новогреческий словарь




αγελαδήσιος

αγελαδήσι|ος
коровий; воловий;
          ~ήσιο κρέας — говядина


внешние ссылки озвучка | ru.wiktionary | el.wiktionary | en.wiktionary | greek-language.gr |



как на (ново)греческом будет слово коровий? — αγελαδήσιος
как на (ново)греческом будет слово воловий? — αγελαδήσιος
как с (ново)греческого переводится слово αγελαδήσιος? — коровий, воловий


#(ново)греческий словарьανωνυμογράφοςλογίζομαιγόγγυσμααντιστρεπτόςπροτιμότεροταγάρικοσκινισμένοςβιβλιολατρείααντιβούισματειχοδομίαισώνωσυνοδηγόςωαγωγόςανυδρίαανέρπωμωράκισκάρωμαεξοδεύομαιχοντρικάπεριηγητικόςειμή


Α    Β    Γ    Δ    Ε    Ζ    Η    Θ    Ι    Κ    Λ    Μ    Ν    Ξ    Ο    Π    Ρ    Σ    Τ    Υ    Φ    Χ    Ψ    Ω