|
(αόρ. αντιδιέστειλα, παθ. αόρ. αντιδιεστάλην) отличать, различать #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово отличать? — αντιδιαστέλλω как на (ново)греческом будет слово различать? — αντιδιαστέλλω как с (ново)греческого переводится слово αντιδιαστέλλω? — отличать, различать — ξαπλωτά — καρκινοβατώ — εκατονταετία — κρινάκι — χαρτόνι — ξεκαπέλλωμα — αμέτοχος — εργοστασιάρχης — αμερεμέτιστος — σαραβόλιασμα — δωδεκάμισυ — ανεπιβούλευτος — κηπουρικός — ανεμομείκτης — κρεατερός — αγκελώνω — ροδάνι — σταυρικός — ανακριβής — εγκοινωνισμός — χειροβομβίδα |
|||