|
(αόρ. κορνάρισα) гудеть, сигналить (об автомашине) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово гудеть? — κορνάρω как на (ново)греческом будет слово сигналить? — κορνάρω как с (ново)греческого переводится слово κορνάρω? — гудеть, сигналить — αναπορρόφητος — παραθερισμός — ακυβέρνητος — ασύντακτα — ομόθερμος — μοβόρικος — ενδομήτριο — μπάλα — βιβλιοθηκονομία — αρεστά — εκλειαίνω — συναριθμώ — διαλάλημός — οίδημα — μοσκοβολιά — χερσότοπος — διαταράζω — νεραϊδόξυλο — ευθυμογραφικός — καλούπιασμα — πρεβάζι |
|||