|
ο воен. ударник, боёк #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово ударник? — επικρουστήρας как на (ново)греческом будет слово боёк? — επικρουστήρας как с (ново)греческого переводится слово επικρουστήρας? — ударник, боёк — προσκολλώμαι — φεγγοβολώ — ευθάλεια — άχειρ — κατανεύω — συρμακέσης — δεκστετραπλάσιος — μουχλιασμένος — μαρξισμός — απλήγιαστος — τσάπα — βαλτήσιος — παραΰστερα — πυριτιοκαλίωση — φαρμακοδόχος — ηλεκτρομεταλλουργία — χουβαρντάς — ατσουκνίδα — ψαρική — πουλερικά — επικίνδυνα |
|||