|
το страсть (к чему-л.) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово страсть? — θεριακλίκι как с (ново)греческого переводится слово θεριακλίκι? — страсть — αναμαλλιασμένος — βάτα — βλαχοκαλύβα — αμπάλωτος — τετράπαχος — ξετρύπωμα — λωποδύτισσα — κηπευτικό — επιλειαίνω — κεφαλήστος — χειροκροτητής — απηχώ — ενδόκριμα — αμοιβαίος — κατσαρός — σπονδυλωτά — βερνίκι — ηπειρώτης — σιδηρωρυχείο — ευσταχιανός — βουτυρώδης |
|||