|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово αποικοιμισμένος? — — τόννος — αγριοκούνελο — οχλοκρατούμαι — γλαρόνι — σοκολατένιος — συντρίβω — αθηνιώτικος — αγοήτευτος — δεσποτισμός — βαλσαμωτής — αμετακόμιστος — αρχαιοδίφης — ακοντίζω — μιμόζα — απεργώ — διαφέρον — εξηνταβελόνισσα — πείσιος — ξώφαλτσα — διαστημόμετρο — κληρωτός |
|||