Новогреческий словарь
λιποθύμισμα
λιποθύμισμα
το
обморок; потеря сознания
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
обморок
? —
λιποθύμισμα
как на
(ново)греческом
будет слово
потеря сознания
? —
λιποθύμισμα
как с
(ново)греческого
переводится слово
λιποθύμισμα
? — обморок, потеря сознания
#
(ново)греческий словарь
—
επιδέω
—
διεγγύησις
—
αποτείνω
—
τσιρότο
—
μετάθεση
—
σαπρότητα
—
νεροκολοκυθιά
—
σκληρυσμένος
—
χωριατομαθημένος
—
βυρσοδεψική
—
ξεναγέτης
—
ανοφανταρενό
—
δεινοποιώ
—
κατοχέας
—
δεκάωρο
—
κολοκυθοκορφάδες
—
πλειότερος
—
ρινικός
—
συμπεριφορισμός
—
κόριζα
—
κεντρόφύξ
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
латышский словарь
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,