Новогреческий словарь
αυτόματο
αυτόματο
το 1) разн. знач.
автомат
;
2)
робот
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
автомат
? —
αυτόματο
как на
(ново)греческом
будет слово
робот
? —
αυτόματο
как с
(ново)греческого
переводится слово
αυτόματο
? — автомат, робот
#
(ново)греческий словарь
—
χτενάκι
—
κατουρλού
—
δυσκαμψία
—
συστέλλομαι
—
ανεπηρέαστος
—
μουνόδουλος
—
πεισμάτωμα
—
αγοραίος
—
αποσχάζω
—
σχιζοειδής
—
κριθαρόσουπα
—
προεισαγωγή
—
ψεκτός
—
ευλόγηση
—
αγγελοβλέπω
—
λαϊκίστρια
—
αγκάθα
—
ελαΐνης
—
υπόφραγμα
—
αποστερούμαι
—
απαβγουλιάζω
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
латышский словарь
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,