Новогреческий словарь
θόλωσις
θόλωσις
(-εως) η 1)
помутнение
;
2)
муть
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
помутнение
? —
θόλωσις
как на
(ново)греческом
будет слово
муть
? —
θόλωσις
как с
(ново)греческого
переводится слово
θόλωσις
? — помутнение, муть
#
(ново)греческий словарь
—
εκβίασμός
—
εξαγνιστήριος
—
αθλητισμός
—
ευτού
—
δαφνοστεφανωμένος
—
προχώρημα
—
αχαμνάδα
—
φουντούκι
—
εκποιήσιμος
—
γαμπρίζω
—
μονοσύλλαβος
—
βουρλισμένη
—
πάσχα
—
εκνίτρωση
—
καταλέγω
—
ντεμιρτζής
—
κυτταροπαθολόγος
—
αποκρουστικός
—
ωκεανογραφικό
—
μολυβώνω
—
καταφατικά
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве