|
ο жар, лихорадка #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово жар? — καύσος как на (ново)греческом будет слово лихорадка? — καύσος как с (ново)греческого переводится слово καύσος? — жар, лихорадка — μαντηλίδα — ανασύνταξη — γλιτώνω — πορπατώ — πεντηκόνταρχος — λιθουανικά — καταποντισμός — ραδιοτηλέφωνο — εφορμώ — δουλάπι — βενζίνα — πονηρεύομαι — λαϊκότητα — αδιεκδίκητος — αποκαταντιά — αναδαυλίζω — μεταμφιέζω — πυγολαμπίδα — έμμετρος — ζααχροποιείο — αυτόπτρις |
|||