|
пластичный, мягкий; ~ον σώμα — пластичная масса #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово пластичный? — ευμάλακτος как на (ново)греческом будет слово мягкий? — ευμάλακτος как с (ново)греческого переводится слово ευμάλακτος? — пластичный, мягкий — εμβρυοκτονία — πρωτάρικος — νωχελής — αδίωκτος — λαοπόθητος — κατσούφης — σηκώνω — μουράγιο — κακεντρέχεια — σοβαρός — αποκάμωμα — αμαρτωλή — δρώ — ατζαμίδικος — κηρογροφία — χοιρόδερμα — εξευρωπαΐζω — διαφορεύω — μπελαλής — Αγαθόνικος — καταστολή |
|||