Новогреческий словарь
καβαλικευτά
καβαλικευτά
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
καβαλικευτά
? —
#
(ново)греческий словарь
—
συγκυριακός
—
αλαφρώνω
—
ξεσυνέριση
—
στρατός
—
τίμηση
—
εμπάθεια
—
μπεμπέκος
—
δίνη
—
γαλλομάθεια
—
οινομετρικός
—
αντικαταναλωτισμός
—
σοσιαλιστικός
—
χρεώβαρο
—
αποβροχάρης
—
ιασμέλαιο
—
πρωθυπουργία
—
εναερίως
—
κοραλλένιος
—
πολωσιοσκόπιο
—
μύγα
—
αζάλωτος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве