|
драматургический #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово драматургический? — δραματουργικός как с (ново)греческого переводится слово δραματουργικός? — драматургический — γαλανόλευκος — χαζολογώ — πυρείο — πάχυνση — λουλουδώ — θεματογραφία — πολύπους — τριαντάρι — αγριοκυδωνιά — ψιχαλητό — αρμοδιότητα — αργύρωση — ομογνώμων — μπαγαπόντικος — καπνεργάτης — γύφτικα — ξερράβω — απολυμαντήρας — προαναφέρω — λάφυρο — κοκιανοβαμμένος |
|||