|
η двуязычие #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово двуязычие? — διγλωσσία как с (ново)греческого переводится слово διγλωσσία? — двуязычие — αναστύλωση — μεγάτιμος — βαρυαλγής — αποδιδράσκω — αλεύρωμα — χαμόγειο — ντολμέν — ταχυδακτυλουργός — συμβόλαιον — καταλήγω — θήκη — κοστολόγιο — προφορά — κοάξ — τρικινητήριος — υδρομεταλλικός — εφελκίδωση — τεκμηρίωση — συνθημα — προοιωνίζομαι — κοινωνισμός |
|||