|
1) морщинистый; 2) подёрнутый рябью #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово морщинистый? — ρυτιδώδης как на (ново)греческом будет слово подёрнутый рябью? — ρυτιδώδης как с (ново)греческого переводится слово ρυτιδώδης? — морщинистый, подёрнутый рябью — υπέχω — ανθρωπιστής — ανοστιά — αυτάρκης — φασκόμηλο — επικρότηση — λαπαροτομία — παραγιός — ταξιτζίνα — επέχω — γιουβέτσι — ποδεσιά — απλευστος — τσίπρα — ψυχίτσα — τεράστιος — οξονικός — ευκινητότητα — μεταφορικός — ριζοσπαστικοποιούμαι — ξεχείλισμα |
|||