|
η юр. неявка в суд свидетеля #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово неявка в суд свидетеля? — λιπομαρτυρία как с (ново)греческого переводится слово λιπομαρτυρία? — неявка в суд свидетеля — ψηλαφίζω — τοις — αθυροστομία — αλληλοφονία — αστενειάρης — σιγουρεύω — ωτοακαρίαση — διαπορούμαι — ποντικοφάρμακο — αλαφρονούσης — βροντοχτύπημα — μανόλια — προσονάχωμα — μπρουντζίνα — μαχήτρια — κουρμαδιά — ξύλισμα — ομοφωνία — διασόβεργα — αμμωνιακός — ανταποκριτής |
|||