|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово άνοπτος? — — κρυσταλλουργός — ζέση — διάπηξη — καύλωμα — ανεμοφράχτης — οίκτος — κρεμάω — νεοζωϊσμός — ανυσματικός — γλυκοθώρημα — υδροπωλητής — πετρέλαιο — αμυαλωσύνη — βρόχισις — αγκυνάρα — γιλεκάκι — εκμαυλιστικός — απελπιστικός — θωρακίτης — κωλάδικο — μουσακάς |
|||