|
неурожайный; неплодородный; ~ον έτος — неурожайный год; ~ αγρός — неплодородное поле #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово неурожайный? — άφορος как на (ново)греческом будет слово неплодородный? — άφορος как с (ново)греческого переводится слово άφορος? — неурожайный, неплодородный — μετατρεπτικός — υδροδοχείο — ευαγγελικός — ανουθέτητος — σβουριχτός — βατώδης — πάρεση — μακροχειρία — άγαμος — αποκρυστάλλωση — δαχτυλιά — αντιτείνω — λέλεκας — γιάτσος — διαζωτικός — κρυστάλλωση — πλαστός — σκίαση — καδμείος — γατόψαρο — καταχθονιότητα |
|||