|
το часовня #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово часовня? — ευκτήριον как с (ново)греческого переводится слово ευκτήριον? — часовня — φαλαιναλιευτικό — σκάρωμα — βαλβίδα — ανασκιρίζω — τριπόδι — προσηγορία — καρβουναποθήκη — Γιεκατερίνμπουργκ — αμυλάλευρο — μεταφέρνω — μαστωδυνία — τρυποφράχτης — μεγιστάν — αδελφότητα — εικονισμός — παρτέντζα — ξεφτώ — τρύζω — εξανέστην — ξαναρχινώ — επιγαμία |
|||