|
раздвоённый; вилообразный #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово раздвоённый? — διχαλωτός как на (ново)греческом будет слово вилообразный? — διχαλωτός как с (ново)греческого переводится слово διχαλωτός? — раздвоённый, вилообразный — φαμελιάρης — κηροπλαστικός — σαπουνόσκονη — αντιπροσφέρω — οικογενειακώς — ζυμαρικό — μοτοποδήλατο — ενυπόγραφος — καπνοβιομηχανία — ένταλμα — αστήρ — αμαξουργείο — αιματόμετρο — χηρειά — ξορίζω — εκλεκτός — χαιρεκακώ — αβάφτιγος — σακχαροδόχείο — ζάχαρη — συχλιαίνω |
|||