|
лингв. моносиллабический #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово моносиллабический? — μονοσυλλαβικός как с (ново)греческого переводится слово μονοσυλλαβικός? — моносиллабический — αγριορόρι — πλοηγία — σβάρνισμα — προστυχιά — αυξαίνω — αντανάκλαση — αργοψήνω — τσακίρης — ξεχνιούμαι — εξέταση — ταρτουφισμός — σφεντόνα — ασυγκατάβατος — λυσσάζω — υπόγλυκος — σκορδοφάγος — ασκοτείνιαστος — ενοικιαστής — εξοχώτατος — βυθομετρώ — αξέβγαλτος |
|||