|
το мед. халазий; ячмень (на глазу - разг.) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово халазий? — χαλάζιον как на (ново)греческом будет слово ячмень? — χαλάζιον как с (ново)греческого переводится слово χαλάζιον? — халазий, ячмень — νέγρος — λενινιστικά — κρινοδάχτυλος — αποκομέννος — μεταφορικώς — πλατανότοπος — γλυκαίνω — μισοσβήνω — σιρμαγιά — αεριοπηγή — συγκαιρινός — χιλιετηρίδα — ερμητικότητα — ξενοκρατούμενος — περισπάωμαι — προγύμναση — αρραβωνιάζομαι — λιθόκτιστος — λιθοκόλλητος — παρενοχλούμαι — αναπληρωματικός |
|||