|
: πιάστηκε ~ — [phrase]его схватили за руки и за ноги[/phrase]; δένω ~ — а) связывать руки и ноги; б) связывать по рукам и ногам #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово χεροπόδαρα? — — ενάλιος — χαζούλης — Φώτης — αυτουδά — αποκληρώνω — ζαμπόν — απανωτός — χώρια — ασήμωτος — απαλλοτριωτέος — μακρομάλλης — επιβοηθώ — επικόλλημα — κοκκινέλι — ροπαλοφόρος — φωτομετρώ — υγρόληκτος — Ιγγλέζος — αποκοσκινίδια — βιός — κουμπουλιά |
|||