|
παθ. αόρ. от υπάγω #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово υπήχθην? — — λέβιο — ραδιοηλεκτρονική — γλυκονεραντζιά — ακομπανιάρω — γυφτοχώρι — παρουσιαστής — ακεφα — προ — εμπορευματοκιβώτιο — ξελέπισμα — δείκτης — τρόμπα — πνευμονοθώρακας — χρησμολύτης — ευκατάσβεστος — νούς — εγκρεμός — σικλέτι — πετρόκαρδος — λωποδυτάκος — αμετάθετος |
|||