|
общеизвестный, всем известный; είναι ~ο ότι... — [phrase]общеизвестно(__,__) что...[/phrase] #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово общеизвестный? — πασίγνωστος как на (ново)греческом будет слово всем известный? — πασίγνωστος как с (ново)греческого переводится слово πασίγνωστος? — общеизвестный, всем известный — χαρτοθήκη — ελατότητα — πολιτισμός — αναγνωστικος — αυτοψηφίζομαι — φλακάτορας — δίψασμα — αλλαχού — αυροσάλευτος — αποδεκάτισμα — εισορμίζω — ακανθοβόλος — φρουτοθεραπεία — τυφλοσούρτης — στρουθοκάμηλος — δυναμογεννήτρια — ηλεκτροπαραγωγικός — φουσκαλίδα — ξετέντωμα — ανάλλαχτος — άθραυστος |
|||