|
το биол. цитоплазма #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово цитоплазма? — κυτόπλασμα как с (ново)греческого переводится слово κυτόπλασμα? — цитоплазма — φαρμακερός — αποκεφαλίζω — μαράζι — λέγειν — μελετητικός — ωφελιμότητα — ένδοξος — βιταμίνες — πτωμαΐνη — αείμνηστος — επτακοσιάκις — τροφοδότης — χήρεψη — εχίνος — ραιβός — βραχυκύκλωσις — εκχώνω — διαγραφείς — εριστικά — τρυγία — μαγκούφικος |
|||