|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово επαρμένος? — — μπάκα — άβλαβα — λιγνάδα — ναρκαλιευτικό — δημοσιογραφισμός — καραμπινάτος — δυσπαράδεχτος — ακατάρτιστος — εκπνοή — δυχατέρα — ιματιοφυλάκιο — μισοφούστανο — πονημάτιον — βοστρυχώνω — τσίρκος — διακριτικώς — οπτική — γύμναστρα — φρονώ — τροπή — επτάμηνος |
|||