|
το цедилка #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово цедилка? — στραγγιστήρι как с (ново)греческого переводится слово στραγγιστήρι? — цедилка — αχούρι — συνδημότης — ανταλλακτήριος — καταντοίνω — εξη — γκινιόζος — διευθυντήριο — επαγωγή — θεριστήρι — λεμφογραφία — γυαλοκόπημα — χασούρα — καστανοπώλης — ψαλίδισμός — σιλανσιέ — δονητής — δασμολόγία — είναι — αστέρητος — ντουφεκιά — χορηγικός |
|||