|
ο доцент #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово доцент? — υφηγητής как с (ново)греческого переводится слово υφηγητής? — доцент — μασουρίζω — πάγετος — γρανιτώδης — μικρομύκητας — ρινηλατώ — αντικαθρέφτισμα — φαρμακόγλωσσος — πολυανδρικός — πράϋνση — σκληρωτικός — κοκκινιστός — αλευρόσακκος — αιγοπρόβατα — αναγνώστης — αχτιδοβολή — βηματάκι — πιστοδότης — μισοαποικιακός — ζέβω — δρένιος — γαλάκτωση |
|||