|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово γκαρνταρόμπα? — — ακατάστατα — ιδιοπαθής — διπυρίτης — ουκ — ψυχογράφος — απιδέα — αποκαρώνομαι — γαλακτόλιθος — απαράπειστος — στομαχόπονος — αναφερθείς — μεσοχωρίτισσα — κρανιολογία — κόρη — τρόμπα — τερματικός — παραγέρασμα — μωραίνομαι — τσιφούτισσα — εκθάπτω — νεκροκρέββατο |
|||