|
вперемешку, без разбора #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово вперемешку? — αναμίξ как на (ново)греческом будет слово без разбора? — αναμίξ как с (ново)греческого переводится слово αναμίξ? — вперемешку, без разбора — μεταγωγός — βρύω — μαγκίτης — γνωμίζω — ακαλοκάρδιστος — ανοικοδομητικός — ορνιθοκομείο — καρρολόγος — χοντρός — συνδιδακτικός — φρονηματίας — αναλιγώνομαι — γυναικίζω — φραστικό — μπαλσαμώνω — τοκογλυφώ — καλλιτέχνις — πλευστότητα — ανθολόγηση — ήλιο — βρονταριά |
|||