Новогреческий словарь
σταυροκοπιώμαι
σταυροκοπιώμαι
1)
креститься
;
2)
божиться
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
креститься
? —
σταυροκοπιώμαι
как на
(ново)греческом
будет слово
божиться
? —
σταυροκοπιώμαι
как с
(ново)греческого
переводится слово
σταυροκοπιώμαι
? — креститься, божиться
#
(ново)греческий словарь
—
ανατροφέας
—
χελιδόνιον
—
αυτοβιογραφία
—
βαρδαβέλα
—
απόπαχνο
—
ζωνάρι
—
προεξοφλητέος
—
γναφευτική
—
αντικατοπτρικός
—
εργάζομαι
—
αβόγγητος
—
τρίτον
—
κεδρίς
—
αλλάσσω
—
γρανιτένιος
—
κατσαρώνω
—
αστρίφωτος
—
απαράμιλλος
—
απόγνωση
—
αναζώνομαι
—
παράταξη
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве