|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово μαλθακώδης? — — ασβεστοκονία — αθήρευτος — ιδροκοπώ — σαγματοπώλης — εφτάγερος — γνωστότατος — ψιψιριάρης — άβαλτος — κούνια — αμπάς — κοπτερός — αχρωστικός — απειροστό — πάχυνση — Ινδονήσια — ακατασχέτως — αριθμοδείκτης — μεγαλουργός — συμβουλευτικός — τεζιάκι — ασύμπαθος |
|||