υδατάνθραξ

формы словаβ
υδατάνθραξ
(-ακος) ο (чаще мн.ч. ) углевод



#(ново)греческий словарь



как на (ново)греческом будет слово углевод? — υδατάνθραξ
как с (ново)греческого переводится слово υδατάνθραξ? — углевод


χοντράδασχεδόνκιβώτιοπαραποιώμετασχηματίζωφωτογράφοςδυσκολοχώνευτοςλοιπόνκτίσιμοκλασσικότητακαλοκάμωτοςεσέναοπλοδόκηκαλοφαγάςβαλβιδοπλαστικήαπόκαυτροαυτοπροαίρεταεθνάρχηςφουκαρατζίκοςαγκωνήχοροδιδασκαλία




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit