Новогреческий словарь
πακτώνω
πακτώνω
арендовать
(чаще землю)
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
арендовать
? —
πακτώνω
как с
(ново)греческого
переводится слово
πακτώνω
? — арендовать
#
(ново)греческий словарь
—
προσαγόρευση
—
υποδετήριον
—
ματοκυλισιά
—
ρεγχαστικός
—
αηδονόλαλος
—
ανεμόπληκτος
—
σατυρίαση
—
ξαγορά
—
κομμωτικός
—
αληταρία
—
μελαγχολία
—
νόθευση
—
απογλυκαίνω
—
λεμφοειδής
—
θεοκτονία
—
τελετουργικό
—
κομμοδίνο
—
σέπια
—
ξάζω
—
χοανοειδής
—
εκλεπτυσμένα
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве