|
нагружать балластом #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово нагружать балластом? — ερματίζω как с (ново)греческого переводится слово ερματίζω? — нагружать балластом — ουζοπότις — αντιλήπτωρ — ανοστιά — ηλεκτρόδιο — αποκαρδισμός — εφίστιος — δαχτυλιδένιος — αμμούδα — εργογράφος — βάλτωμα — σιμούν — ευφυής — αχθόμετρον — μεσόπορτα — ερείπωση — πλημμελειοδικείο — μήκων — τοξικολογία — καταφιλώ — ατυχία — λεπτοσανίδα |
|||