|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово πέπλος? — — γλυκόξινος — γλυπτοθήκη — διαχαράττω — γλίτζισμα — ισπανοφιλία — καρσινός — ανέργαστος — αλιπηγή — Μαυράκης — οδούς — παράπλους — ερωτόληπτος — ερμελίνη — χειροκομία — σαγηνευτικά — κορνιαχτός — αντικομματικός — εξεγείρω — πτώμα — νεόπλασμα — ανεμομιλώ |
|||