|
(-ίδος) η зоол. цесарка #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово цесарка? — μελεαγρίς как с (ново)греческого переводится слово μελεαγρίς? — цесарка — προσορμίζομαι — ανιχνευτής — ξελόγιασμα — αθλητικός — λαοκρατία — ξαπλωταριό — νοτίζω — πυρόλυση — ροδοπέταλο — καίγομαι — εγωισταρού — αργυροποίκιλτος — πολυδάκρυτος — ημιάνοικτος — κορυφώνομαι — χειρονομία — ρητινόλασπη — απονηρεψιά — φαλαινοθηρικός — δάκρυ — τριακοστός |
|||